- Ἅλιοι
- Ἅλιοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅλιοι — ἅ̱λιοι , ἅλιος 1 of the sea masc nom/voc pl ἅ̱λιοι , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom/voc pl ἅλιος 2 fruitless masc nom/voc pl ἅ̱λιοι , ἥλιος sun masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek